πάθηση

πάθηση
[-ις (-εως)] η болезнь, недуг;

καρδιακή πάθηση — болезнь сердца


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πάθηση" в других словарях:

  • πάθηση — η (ΑΜ πάθησις) [πάσχω] βλάβη στον οργανισμό και καταστροφή τής υγείας και τής ισορροπίας του, η κατάσταση τού πάσχοντος, νόσος, ασθένεια, οργανική βλάβη («πάθηση τών νεφρών») νεοελλ. 1. ιατρ. παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται ως στατική, η… …   Dictionary of Greek

  • πάθηση — η η αρρώστια, η ασθένεια: Έχει καρδιακή πάθηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολιοεγκεφαλίτιδα — Πάθηση που χαρακτηρίζεται από φλεγμονώδη προσβολή της φαιάς κυρίως ουσίας του εγκεφάλου. Η φαιά ουσία αποτελείται από τα σώματα των νευρικών κυττάρων και οι π. οφείλονται σε διηθητικούς ιούς που ζουν παρασιτικά μέσα στα κύτταρα αυτά. Τέτοιες… …   Dictionary of Greek

  • αρτηριοσκλήρωση ή αρτηριοσκλήρυνση — Πάθηση που προσβάλλει τα αγγεία και εκδηλώνεται με συμπτώματα που ποικίλλουν ανάλογα με την αρτηρία και το όργανο που αιματώνεται από αυτή. Η α. προσβάλλει περισσότερο τους άντρες, μεταξύ της πέμπτης και της έκτης δεκαετίας της ζωής τους. Αν και… …   Dictionary of Greek

  • δισκοπάθεια — Πάθηση του μεσοσπονδύλιου δίσκου της σπονδυλικής στήλης του ανθρώπου. Οφείλεται σε αρθρίτιδες ή αρθροπάθειες των σπονδύλων ή ακόμα σε ειδική φλεγμονή (φυματιώδης σπονδυλίτιδα), οπότε διαπιστώνεται συχνά ολοκληρωτική καταστροφή ορισμένων δίσκων.… …   Dictionary of Greek

  • λευκοπλακία — Πάθηση των βλεννογόνων αδένων κατά την οποία παρουσιάζονται λευκά ακανόνιστα επάρματα (λεκέδες, πλάκες), κυρίως στον βλεννογόνο του στόματος ή στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Μπορεί να οφείλονται σε υπερκεράτωση λόγω χρόνιου ερεθισμού ή να… …   Dictionary of Greek

  • αδενοπάθεια — Πάθηση που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια οξείας μορφής ασθενειών του αναπνευστικού συστήματος (βρογχίτιδα, βρογχοπνευμονία, γρίππη, κοκίτης). Μπορεί να διαρκέσει μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τη λοιμώδη νόσο που την έχει… …   Dictionary of Greek

  • αεροφαγία — Πάθηση που οφείλεται στην κατακράτηση αέρα από το πεπτικό σύστημα. Ο ασθενής έχει συχνά ρεψίματα, που ανακουφίζουν το στομάχι. Πολλές φορές ο αέρας προχωρεί στα έντερα, οπότε βρίσκει διέξοδο από το απευθυσμένο. Η α. προκαλείται είτε από άφθονη… …   Dictionary of Greek

  • αθέτωση — Πάθηση του νευρικού συστήματος, που οφείλεται σε συγγενείς ή επίκτητες εγκεφαλικές βλάβες και εκδηλώνεται με μια σειρά από ακούσιες, αργές, συνεχείς οφιοειδείς κινήσεις των άνω άκρων, κυρίως των δαχτύλων και των καρπών, σπανιότερα του κεφαλιού… …   Dictionary of Greek

  • αμιάντωση — Πάθηση του αναπνευστικού συστήματος που οφείλεται σε εισπνοή ινών αμιάντου (ένυδρο πυριτικό μαγνήσιο) και επικάθηση των ινών αυτών στον πνευμονικό ιστό. Επακόλουθό της είναι φλεγμονή του πνεύμονα, που χαρακτηρίζεται από δύσπνοια, βήχα, μικρή… …   Dictionary of Greek

  • ανθόρροια — Πάθηση που εκδηλώνεται με τη γονιμοποίηση των λουλουδιών και την πτώση τους. Τα αίτια που την προκαλούν είναι η κακή σύσταση των αρσενικών μερών του άνθους, η κακή σύσταση των θηλυκών μερών του άνθους, οι κλιματολογικές συνθήκες, επιβλαβείς είτε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»